καλοψήνω

καλοψήνω
(Μ καλοψήνω)
ψήνω κάτι καλά (α. «δεν καλοψήθηκε το αρνί» β. ο καφές είναι καλοψημένος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοψήνω — καλόψησα, καλοψήθηκα, καλοψημένος, ψήνω καλά, καλομαγειρεύω: Φάγαμε καλοψημένες μπριζόλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”